- λειτουργός
- ο, η (AM λειτουργός, ὁ)1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός»)2. ιερουργός, κληρικόςνεοελλ.φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» — κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή βοήθειας σε αδύνατα και αναξιοπαθούντα άτομαβ) «λειτουργός τής Θέμιδος» — δικαστής, όργανο τής δικαιοσύνηςαρχ.1. αυτός που επιτελούσε κάποια λειτουργία2. δημόσιος υπηρέτης3. μτφ. ιδιωτικός υπηρέτης που εξυπηρετούσε τις ανάγκες κάποιου («λειτουργὸς τῆς χρείας ἐμῆς» — υπηρέτης τής ανάγκης μου)4. αστρολ. στον πληθ. οἱ λειτουργοίαστρικοί θεοί που ήταν υποτεταγμένοι στους 36 δεκανούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λειτουργῶ. Κατά κανόνα, τα σύνθετα ρ. σε -ουργῶ παράγονται από τα ουσ. σε -ουργός (πρβλ. λειτουργῶ < λει-ουργός). Στην περίπτωση όμως τού λειτουργός φαίνεται ότι ο τ. είναι υστερογενής, γιατί δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για μορφή σε -Fοργός (βλ. λειτουργώ)].
Dictionary of Greek. 2013.